Εκεί πέρα εκεί όπου η λήθη κατοικεί
Ο μικρός μου αδελφός, ο Αγαθάγγελος πήγε ταξίδι μακρινό. Πέταξε στον ουρανό. Το αποφάσισε ξαφνικά ή κατ’ άλλη εκδοχή, παρηγορητική, Εκείνος τον ήθελε κοντά Του. Εμένα με ειδοποίησαν τηλεφωνικά. Με χρειαζότανε μου είπαν, θα έρθεις; Με ρώτησαν. Πήγα παρευθύς. Δεν ήταν εκεί. Μόλις πάτησα στο κεφαλόσκαλο είδα γυναίκες κλαίουσες. Τι έγινε, που είναι; Ρώτησα. Τι να σκεφτώ, αφού ήξερα πως δεν του άρεσαν τα ταξίδια, ούτε οι ξαφνικές αποφάσεις και μάλιστα αμετάκλητες. Μου το ανακοίνωσαν, σαν σώμα ενόρκων κοινολόγησαν την καταδικαστική απόφαση. Πέθανε ο Άγγελος. Ποιος Άγγελος, τι λέτε. Εγώ ήρθα να τον μαλώσω, μην κάθεται πάλι και στενοχωριέται για ανόητα πράγματα. Πέθανε ο Άγγελος, πάλι επέμειναν, πιο σιγανά τώρα. Αφού τα λόγια δεν έπειθαν σου λέει άνοιξε τα μάτια και δες τα μαύρα ρούχα και τα δάκρυα. Διπλώθηκα στα δύο, σ’ εκείνη τη στάση στην οποία με μικρές – ελαφρές μετακινήσεις κατοικήσαμε κι οι δυο με διαφορά 3,5 ετών στον ίδιο αμνιακό σάκο, κάνοντας την εννεάμηνη προετοιμασία για την έξοδο στη ζωή.
Ποια προετοιμασία δηλαδή! Εδώ που τα λέμε το μόνο σε περίσσεια που βρήκαμε και πήραμε και οι τέσσερις είναι αυτό που δεν μας αφήνει ποτέ. Ούτε κι εκείνη την γεννήτορά μας. Δεν ξέρεις τι έχω μέσα μου έλεγε κι ο αδελφός μου ο Αγαθάγγελος, άπελπις πια με τον καιρό, εννοώντας τη θλίψη. Αλλά αυτά τα έμαθα μετά, απλώς υποψιαζόμουν βλέποντας την όψη του ν’ αλλάζει, το σώμα του να βαραίνει, τα μαλλιά του άσπρα σχεδόν. Εμένα δε μου ανοιγόταν πια, μη με στενοχωρήσει, «μια χαρά» απαντούσε σαν τον ρωτούσα, αλλά με χαμηλωμένο το βλέμμα. Μη δω πιο μέσα και τρομάξω. Μην ακούσω στένεμα και στεναγμό στην καρδιακή χώρα.
Μπροστά στο νεκροτομείο. Έφεραν τα ρούχα του. Σε μαύρη σακούλα. Πλαστική. Απομεσήμερο ήταν. Το πρωί ζήτησε να αλλάξει: πορτοκαλί μπλουζάκι, μπλε τζιν πανταλόνι, ανοιχτό καφέ παπούτσια και γκρι κάλτσες. Το σώμα γυμνό είχε παραδοθεί προς νεκροψία και νεκροτομή. Εκείνος ανελήφθη εις τους ουρανούς. Μόνο ο ρουχισμός ακέραιος. Εκείνος ανυπόστατος. Ήταν γιος, αδελφός, σύζυγος, πατέρας, θείος, εργαζόμενος, ψηφοφόρος, πολίτης. Σε μια στιγμή μόνο στερήθηκε το σώμα του, τις ιδιότητές του, τη σκέψη, τις επιθυμίες, τη συνείδησή του.
Τώρα κοντεύει μεσημέρι, έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες, αλλά εγώ έχω ένα φόρτωμα! όλο το βάρος της γης ήρθε και φώλιασε στην καρδιά μου. Κι εγώ που νόμιζα πως ήξερα τι πάει να πει πόνος. Κλαίω γοερά, με τον τρόπο των μικρών παιδιών. Βροχή τα δάκρυα, ορθάνοιχτο το στόμα, με τα χείλη προτεταμένα, παραπονιάρικα κλαίω. Και κλαίω παντού. Στο αυτοκίνητο, στο σπίτι, στο δρόμο.
Κλαίω για τον αδελφό μου τον Αγαθάγγελο, κλαίω για τα παιδιά και τη γυναίκα του. Για μένα όχι δεν κλαίω. Κλαίω γιατί μου λείπει, μα πιο πολύ γιατί θα ήθελα να τον μαλώσω και δεν μπορώ. Κι εκεί που πάω και τον επισκέπτομαι δεν γίνεται να τον αγγίξω. Είναι πολύ το χώμα ανάμεσά μας.