Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

ο αδελφός μου ο Αγαθάγγελος

Εκεί πέρα εκεί όπου η λήθη κατοικεί

Ο μικρός μου αδελφός, ο Αγαθάγγελος πήγε ταξίδι μακρινό. Πέταξε στον ουρανό. Το αποφάσισε ξαφνικά ή κατ’ άλλη εκδοχή, παρηγορητική, Εκείνος τον ήθελε κοντά Του. Εμένα με ειδοποίησαν τηλεφωνικά. Με χρειαζότανε μου είπαν, θα έρθεις; Με ρώτησαν. Πήγα παρευθύς. Δεν ήταν εκεί. Μόλις πάτησα στο κεφαλόσκαλο είδα γυναίκες κλαίουσες. Τι έγινε, που είναι; Ρώτησα. Τι να σκεφτώ, αφού ήξερα πως δεν του άρεσαν τα ταξίδια, ούτε οι ξαφνικές αποφάσεις και μάλιστα αμετάκλητες. Μου το ανακοίνωσαν, σαν σώμα ενόρκων κοινολόγησαν την καταδικαστική απόφαση. Πέθανε ο Άγγελος. Ποιος Άγγελος, τι λέτε. Εγώ ήρθα να τον μαλώσω, μην κάθεται πάλι και στενοχωριέται για ανόητα πράγματα. Πέθανε ο Άγγελος, πάλι επέμειναν, πιο σιγανά τώρα. Αφού τα λόγια δεν έπειθαν σου λέει άνοιξε τα μάτια και δες τα μαύρα ρούχα και τα δάκρυα. Διπλώθηκα στα δύο, σ’ εκείνη τη στάση στην οποία με μικρές – ελαφρές μετακινήσεις κατοικήσαμε κι οι δυο με διαφορά 3,5 ετών στον ίδιο αμνιακό σάκο, κάνοντας την εννεάμηνη προετοιμασία για την έξοδο στη ζωή.

Ποια προετοιμασία δηλαδή! Εδώ που τα λέμε το μόνο σε περίσσεια που βρήκαμε και πήραμε και οι τέσσερις είναι αυτό που δεν μας αφήνει ποτέ. Ούτε κι εκείνη την γεννήτορά μας. Δεν ξέρεις τι έχω μέσα μου έλεγε κι ο αδελφός μου ο Αγαθάγγελος, άπελπις πια με τον καιρό, εννοώντας τη θλίψη. Αλλά αυτά τα έμαθα μετά, απλώς υποψιαζόμουν βλέποντας την όψη του ν’ αλλάζει, το σώμα του να βαραίνει, τα μαλλιά του άσπρα σχεδόν. Εμένα δε μου ανοιγόταν πια, μη με στενοχωρήσει, «μια χαρά» απαντούσε σαν τον ρωτούσα, αλλά με χαμηλωμένο το βλέμμα. Μη δω πιο μέσα και τρομάξω. Μην ακούσω στένεμα και στεναγμό στην καρδιακή χώρα.

Μπροστά στο νεκροτομείο. Έφεραν τα ρούχα του. Σε μαύρη σακούλα. Πλαστική. Απομεσήμερο ήταν. Το πρωί ζήτησε να αλλάξει: πορτοκαλί μπλουζάκι, μπλε τζιν πανταλόνι, ανοιχτό καφέ παπούτσια και γκρι κάλτσες. Το σώμα γυμνό είχε παραδοθεί προς νεκροψία και νεκροτομή. Εκείνος ανελήφθη εις τους ουρανούς. Μόνο ο ρουχισμός ακέραιος. Εκείνος ανυπόστατος. Ήταν γιος, αδελφός, σύζυγος, πατέρας, θείος, εργαζόμενος, ψηφοφόρος, πολίτης. Σε μια στιγμή μόνο στερήθηκε το σώμα του, τις ιδιότητές του, τη σκέψη, τις επιθυμίες, τη συνείδησή του.

Τώρα κοντεύει μεσημέρι, έχουν περάσει σχεδόν δύο μήνες, αλλά εγώ έχω ένα φόρτωμα! όλο το βάρος της γης ήρθε και φώλιασε στην καρδιά μου. Κι εγώ που νόμιζα πως ήξερα τι πάει να πει πόνος. Κλαίω γοερά, με τον τρόπο των μικρών παιδιών. Βροχή τα δάκρυα, ορθάνοιχτο το στόμα, με τα χείλη προτεταμένα, παραπονιάρικα κλαίω. Και κλαίω παντού. Στο αυτοκίνητο, στο σπίτι, στο δρόμο.

Κλαίω για τον αδελφό μου τον Αγαθάγγελο, κλαίω για τα παιδιά και τη γυναίκα του. Για μένα όχι δεν κλαίω. Κλαίω γιατί μου λείπει, μα πιο πολύ γιατί θα ήθελα να τον μαλώσω και δεν μπορώ. Κι εκεί που πάω και τον επισκέπτομαι δεν γίνεται να τον αγγίξω. Είναι πολύ το χώμα ανάμεσά μας.

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Ο καλοκαιρινός μας γείτονας πέθανε

Πάει πέθανε ο καλοκαιρινός μας γείτονας παρέα καθημερινή και συχνότητα μοναδική πάνω από δέκα καλοκαίρια. Μα πριν παραδώσει την ψυχή, χάθηκε η βάρκα του. Την πήραν ένα πρωινό, δεν ακούσαμε τον ήχο της μηχανής. Άδεια η σκάλα! Πάει η ψαροσύνη του, που τόσο την αγάπησε και της δόθηκε ολοψύχως. Ήταν η ζωή του τα τελευταία χρόνια. Μ’ αυτήν έζησε περισσότερο παρά με την οικογένεια. Χειμώνα καλοκαίρι περνούσε μέρες στο καλύβι με τα σύνεργα της ψαρικής, φρόντιζε τη βάρκα, την τραβούσε όταν αγρίευε ο καιρός, την σκέπαζε με περισσή φροντίδα αν επρόκειτο να λείψει για κάποιαν επίσκεψη, συχνότερα στο Αγιον Ορος, π’ αγνάντευτε την κορυφή του από το ταπεινό μπαλκονάκι με τα λίγα ζαρζαβατικά και τις φραγκοσυκιές, μόνιμες, αυτές. Την άνοιξη τις συντρόφευαν τ’ αρμυρίκια πάνω στα βράχια μαζί με χίλια δυο αγριολούλουδα με προεξάρχουσες τις αγριοβιολέτες όπως μου της σύστησε ένα πρωινό. Και τα πουλιά που τιτιβίζουν ακούραστα και τις γάτες που έτρεχαν πρώτες να γευτούν την ψαριά του.

Κι ήταν πάντα έτοιμος για όλα και αυτάρκης. Εκτός από τον μικρό κηπάκο με τα εποχικά ζαρζαβατικά, φρόντιζε πάντα να έχει ξύλα. Καλά στηβαγμένα τα κλαδιά από το κλάδεμα των ελαιόδεντρων. Μόνο φέτος τ’ άφησε αδειανό το μέρος. Κάτι λίγα έμειναν από πέρσι. Τον ρώτησα δεν κρατήθηκα, καθώς είχα υποψιαστεί από την όψη του. Μα δεν απάντησε. Μόνο γύρισε αλλού το πρόσωπο κι έμεινε σιωπηλός.

Πώς γίνεται ένας τόπος να ερημώνει τόσο από έναν άνθρωπο, από μια ψυχή; Σιωπή, σιωπή απόλυτη, που διακόπτεται μόνο από τα τζιτζίκια και τα πουλιά και το νιαούρισμα της γάτας. Εννοείται και το ασίγαστο μουρμουρητό της θάλασσας. Η μόνη που δεν φαίνεται να νοιάστηκε για την απουσία του. Μαζί με τα δέντρα, πεύκα και αγριελιές που σκύβουν πάνω της υποτακτικά, ώσπου να νικηθούν και ξεραμένα να πέσουν στην αγκαλιά της, να γίνουν γυαλόξυλα. Σαν τέτοια περνώντας πότε πότε στην αιωνιότητα αν τύχει και εμπνεύσουν κάποιο ζωγράφο με το σχήμα τους, δουλεμένο από τη μήτρα της θάλασσας, που κάποιαν ώρα τα ξεβράζει τελειωμένα πια έργα τέχνης.

Τώρα που το σκέφτομαι η σχέση του μαζί της παρέμεινε αξεδιάλυτο μυστήριο. Τίποτε δικό της δεν του ήταν άγνωστο. Κι ήταν το σταθερό πλαίσιο της ζωής του, απόλυτα δεμένος μαζί της. Κι όμως δεν κολύμπησε ποτέ. Δεν αφέθηκε ποτέ. Σα νάταν μια γυναίκα, που όφειλε να τον υπηρετεί. Τίποτε άλλο. Αυτά δεν είναι για μας, σα νάλεγε με το αινιγματικό του χαμόγελο όταν έβλεπε πόσο τη λαχταρούσα. Ισως κι ο ίδιος να μην είχε εξήγηση να δώσει, ίσως έτσι έμαθε από τον παππού και τον πατέρα του, έτσι έκανε κι εκείνος. Μα σαν οσμίστηκε το τέλος, κρατώντας το καλά φυλαγμένο μυστικό κι απ’ τους δικούς του, είμαι σίγουρη πως θάθελε σ’ αυτήν να δοθεί, εκεί να φύγει. Να μείνει μέσα της ολόκληρος για πρώτη και τελευταία φορά. Να γίνει ένα με την ψαροσύνη του. Ανεπιστρεπτί.

Δεν κατάφερε να αποφύγει την οδύνη του νοσοκομείου, της επίγνωσης του αναπόδραστου μέσα από το βλέμμα των άλλων και τη φροντίδα των γιατρών. Στη γειτονιά του καλυβιού όλα μοιάζουν ανέγγιχτα από τη σκιά του θανάτου. Κι ας μην ακούγεται πια ούτε η ψαλτική του, ούτε οι ωραίες αφηγήσεις του από λογιών λογιών εμπειρίες ζωής, ούτε ο ήχος της μηχανής του αυτοκινήτου, ούτε της βάρκας. Αλίμονο! Μόνο ο άνθρωπος θυμάται και σκιάζεται, θυμάται και σκιάζεται. Ως να γίνει σκιά κι ο ίδιος, ένα ίχνος στη μνήμη των άλλων, που αργοσβήνει δουλεμένο από το χρόνο.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

εκ βαθέων

Σε τούτο τον τόπο ξαναγεννιέμαι. Δε μοιάζει σε τίποτε με τον γενέθλιο. Στεγνοί λόφοι και σιταροχώραφα μαζί με την πιο σκληρή αγριάδα και το νερό λιγοστό εκεί, εδώ το πράσινο σ’ όλες τις αποχρώσεις του κατεβαίνει από τους μαλακούς λόφους μέχρι τη θάλασσα που μ’ ακολουθεί στον ύπνο και στον ξύπνιο: με τον ήχο της, με το δροσερό της αεράκι, με τα χρώματα που αλλάζουν κάθε στιγμή. Εκεί κρατούσα τις εικόνες δικές μου, έγνοια καμία να τις μοιραστώ, σαν ένοχο μυστικό. Εδώ κρατιέμαι να μη φωνάξω σαν βλέπω τους ιριδισμούς που σκαρώνουν παίζοντας το φως με τα ρεύματα. Μα και να φώναζα πάλι κανείς δεν θα μ’ ακούσει. Γιατί είμαι κι εδώ μόνη. Αυτό είναι το κοινό τους νήμα. Η μοναξιά. Ο άνθρωπος είναι έτσι κι αλλιώς μόνος, το παραδέχεται η όχι. Μα εγώ μεγάλωσα στη μοναξιά την αποζήτησα συνειδητά μέσα στη φασαρία της μεγάλης οικογένειας. Της παλιάς μεγάλης οικογένειας. Με τα πολλά παιδιά, τον πατέρα, την παρούσα-απούσα μέχρι την οριστική αναχώρησή της μητέρα, τους παππούδες κι όλους τους συγγενείς στη χαρά και στη λύπη μαζί. Δοκίμασα τη συναναστροφή μετά κυρίως την ενηλικίωση, την απόλαυσα δε λέω, μα οι πιο αγαπημένες ώρες παρέμειναν πάντα εκείνες που αποσυρώμουν. Σαν δοκιμή και μαθητεία μου μοιάζει τώρα ο συγχρωτισμός, εργασιακός και κοινωνικός. Να αντικριστώ στο βλέμμα του άλλου, να δω πώς είμαι, ποια είμαι κι ύστερα με περισσή βεβαιότητα να χτιστώ μέσα μου. Γι’ αυτό δεν μπορώ να αφηγηθώ ιστορίες, θέλουν πολλά πρόσωπα κι εγώ ξέρω μονάχα ένα. Μπορώ να ανασυνθέσω με έτοιμα υλικά, γιατί έμαθα να χτίζω, να μπαίνω βαθιά, να αποκαλύπτω μύχια μυστικά και συμπεριφορές αλλά πάντα με αναφορά το προσωπικό. Μου λείπει η καθολικότητα, η διασταλτικότητα της εμπειρίας. Ακόμη κι όταν χειρίζομαι συναισθήματα παραμένω ερμητικά κλεισμένη. Η θλίψη μου είναι μονάχα δική μου, ο έρωτας γίνεται μόνο δικός μου, δεν μπορώ να μοιραστώ.

Σε τούτο τον τόπο ξαναγεννιέμαι. Σκαλωμένη στο τέλος της μέσης ηλικίας επιστρέφω στα παιδικά χρόνια, για να τα ζήσω χωρίς τα στερητικά που με σημάδεψαν. Ονειρεμένος τόπος, απουσία κάθε δουλείας, σχόλη όπως την οραματίστηκαν οι μεγάλοι ανθρωπιστές και την αποζητά κάθε άνθρωπος, χορτασμένη από πάθη και εκπλήρωση ενστίκτων, απαλλαγμένη από φιλοδοξίες νιώθω σχεδόν όπως γεννήθηκα. Άσπιλη, αμόλυντη, αθώα τόσο που μπορώ να συνομιλώ με τη θάλασσα, τη γη και τα γεννήματά της. Θέλω να ασκηθώ και να διδαχθώ από αυτή τη συναναστροφή, να μεγαλώσω εδώ κι ίσως με τα χρόνια να μάθω ν’ ακούω και να μοιράζομαι. Κι αν αυτό είναι η αγάπη η αληθινή, ελπίζω να μου δοθεί ο χρόνος να περάσω από το συλλαβισμό στο βίωμα του νοήματος και του αισθήματός της.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

κριτικές για το βιβλίο

Το γοητευτικό θαύμα της μέλισσας

Δημοσιεύτηκε: Σάββατο, 19 Φεβρουαρίου 2011 | ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

http://www.agelioforos.gr/templates/default/images/decrease-font.gifhttp://www.agelioforos.gr/templates/default/images/increase-font.gif

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ Share

http://www.agelioforos.gr/files/FOTO_ENTYPON/2011/02/19/resized/2011021900208-preview_425x.jpg

Ο μίτος της ιστορίας του μελιού και της μέλισσας κατά την αρχαιότητα ξετυλίγεται σε μία καινούργια έκδοση που συμπληρώνει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία. Πρόκειται για το βιβλίο «Μέλισσα και Μέλι στην αρχαία ελληνική μυθολογία και λατρεία», που υπογράφει η δημοσιογράφος Μάγδα Χρυσοστομίδου (εκδόσεις «Νησίδες»). Στις σελίδες του η συγγραφέας επιχειρεί μία περιδιάβαση σε πληθώρα πηγών, αρχαίων αλλά και σύγχρονων, στην προσπάθειά της να αποκαλύψει το γόητρο της μέλισσας.

Οπως επισημαίνει η συγγραφέας, χρειάστηκε δύο χρόνια έρευνας για να συλλέξει το υλικό, αλλά αποδείχθηκε πολύ πιο απαιτητική, σε κόπο και χρόνο, η διαδικασία σύνθεσης και τελικά η αφήγηση. Κι αυτό επειδή, από την αρχή, όπως λέει, την ενδιέφερε να μοιραστεί με όσο γίνεται περισσότερους αναγνώστες την «ιερή» ιστορία της μέλισσας και του μελιού. Γι’ αυτό άλλωστε απέκλεισε από το βιβλίο το μισό σχεδόν του τεράστιου υλικού που συγκέντρωσε.

Η γοητευτική περιδιάβαση αρχίζει στην Κρήτη, όπου γεννιούνται μύθοι και θρύλοι γύρω από τη Μ(μ)έλισσα και παρακολουθεί τις μετακινήσεις της σε διάφορα ιερά κέντρα της εποχής. Με οδηγό σε κάθε σελίδα τις πηγές ο αναγνώστης βρίσκει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: Ποια ήταν και ποιο ρόλο έπαιζε η πρόγονος της Νύμφης Μέλισσας, μιας εκ των δύο τροφών του Διός; Ηταν θεότητα η Μέλισσα πριν από την αυγή του δωδεκάθεου; Γιατί ονομάζεται Μέλισσα η μύστης της Δήμητρας, που κατασπαράσσεται επειδή δεν αποκαλύπτει τα ιερά μυστικά; Γιατί οι ιέρειες θηλυκών θεοτήτων ονομάζονται Μέλισσες; Γιατί οι μέλισσες αποτελούν έμβλημα πόλεων και απεικονίζονται σε τόσα νομίσματα; Γιατί το μέλι γίνεται τροφή θεών και προστατευομένων τους και αποκτά περίοπτη θέση στα λατρευτικά έθιμα;

Οπως επισημαίνει η Μ. Χρυσοστομίδου, «πέρα από τον παραδειγματικό χαρακτήρα της κοινωνίας των μελισσών, ένα άλλο στοιχείο που εκπλήσσει και γοητεύει είναι η αποδοχή από τη σύγχρονη επιστήμη δύο γνωρισμάτων της μέλισσας που συναντώνται καθολικά στις πηγές. Πρόκειται για την αθανασία και την αναπαραγωγική ικανότητα χωρίς ζευγάρωμα».

Το βιβλίο όχι μόνο καλύπτει ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία αλλά με την ερμηνεία που επιχειρείται στη βουγονία – μέθοδος αναπαραγωγής μελισσών από κουφάρι – εμπλουτίζεται η περιορισμένη έτσι κι αλλιώς διεθνής βιβλιογραφία.Το παράδοξο της μεθόδου αυτής, η πίστη στην οποία επιβίωσε έως το 17ο αιώνα, παραμένει δυσερμήνευτο ώς σήμερα.

ΧΡΥΣΑ ΝΑΝΟΥ

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΜΕΛΙΣΣΑ ΚΑΙ ΜΕΛΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΗΣΙΔΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΟΥ
Ποια ήταν και ποιο ρόλο έπαιζε η πρόγονος της Νύμφης Μέλισσας, μιας εκ των δύο τροφών του Διός; Ήταν θεότητα η Μέλισσα πριν την επιβολή του δωδεκάθεου; Γιατί ονομάζεται Μέλισσα η μύστης της Δήμητρας, που κατασπαράσσεται επειδή δεν αποκαλύπτει τα ιερά μυστικά; Γιατί οι ιέρειες θηλυκών θεοτήτων ονομάζονται Μέλισσες ; Γιατί οι μέλισσες αποτελούν έμβλημα πόλεων και απεικονίζονται σε τόσα νομίσματα; Γιατί το μέλι γίνεται τροφή θεών και προστατευομένων τους και αποκτά περίοπτη θέση στα λατρευτικά έθιμα; Η δημοσιογράφος Μάγδα Χρυσοστομίδου απαντά στα ερωτήματα αυτά, αποκαλύπτοντας το γόητρο της Μ(μ)έλισσας στην ελληνική αρχαιότητα με μια περιδιάβαση σε πληθώρα πηγών αρχαίων και σύγχρονων. Περιδιάβαση, που αρχίζει στην Κρήτη και παρακολουθεί τις μετακινήσεις της Μ(μ)έλισσας σε διάφορα ιερά κέντρα της εποχής. Το βιβλίο καλύπτει ένα σημαντικό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία ενώ με την ερμηνεία που επιχειρείται στη βουγονία – την μέθοδο αναπαραγωγής μελισσών από κουφάρι – εμπλουτίζεται η περιορισμένη έτσι κι αλλιώς διεθνής βιβλιογραφία. Γιατί η μέθοδος αυτή, παράδοξη για το περιεχόμενο, αλλά και την επιβίωσή της έως τον 17ο αιώνα, παρέμεινε δυσεξήγητη μέχρι τώρα.